του θανατά
(Ανακατεύθυνση από θανατάς)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- του θανατά < είτε γενική ενικού υποθετικού τύπου *θανατάς, επιτατικού του θάνατος[1] (< θάνατ(ος) + -άς (δηλαδή ο Χάρος, αυτός που ασχολείται με το θάνατο)[2] ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική - *τοῦ θανατᾶν (του πεθαμού) < αρχαία ελληνική έναρθρο απαρέμφατο του θανατῶ (θανατόω) [1]
- → δείτε τις λέξεις του, θανατά και θανατᾶν
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tu‿θanaˈta/
Έκφραση[επεξεργασία]
του θανατά αρσενικό
- (οικείο)
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) (είμαι) άρρωστος ή σε άσχημη κατάσταση, είτε ετοιμοθάνατος είτε σε κακά χάλια
- ↪ Τον παράτησε, κι αυτός έπεσε του θανατά, ήταν να τον κλαις.
- ≈ συνώνυμα: του πεθαμού
- (επιτατικό, κυριολεκτικά, μεταφορικά) πάρα πολύ [3]
- ↪ βαριέμαι του θανατά
- ↪ είμαι τρομαγμένος του θανατά
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) (είμαι) άρρωστος ή σε άσχημη κατάσταση, είτε ετοιμοθάνατος είτε σε κακά χάλια
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη θάνατος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
του θανατά
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ 1,0 1,1 θάνατος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ θανατάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ θανατάς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Εκφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επιτατικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)