Ισλάμ
(Ανακατεύθυνση από ισλάμ)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ισλάμ < (λόγιο δάνειο) γαλλική islam < αραβική إسلام (ʾislām, υποταγή)[1] < أسلم (ʾaslama) < ρίζα س ل م (s-l-m)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ισλάμ ουδέτερο άκλιτο
- (θρησκεία) μονοθεϊστική θρησκεία του Αραβικού, κυρίως κόσμου, η οποία διαμορφώθηκε με το κήρυγμα και τη δράση του Προφήτη Μωάμεθ (Μουχάμαντ) στις αρχές του 7ου αιώνα
- (συνεκδοχικά) οι λαοί και τα έθνη που πιστεύουν στην παραπάνω θρησκεία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μουσουλμάνος, Μωάμεθ, χαντίθ
- Κατηγορία:Ισλαμισμός στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Ισλαμισμός (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- Ισλάμ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ισλάμ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Ισλάμ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)