στόμφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στόμφος | οι | στόμφοι |
γενική | του | στόμφου | των | στόμφων |
αιτιατική | τον | στόμφο | τους | στόμφους |
κλητική | στόμφε | στόμφοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στόμφος < αρχαία ελληνική στόμφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στόμφος αρσενικό
- ο επιτηδευμένος λόγος, η επιλογή εντυπωσιακών λέξεων, εκφράσεων κ.λπ.
- το πομπώδες ύφος στην ομιλία για λόγους επιδείξεως ή για καυχησιολογία
- η υπερβολή στην έκφραση, η χρήση πομπωδών και επιτηδευμένων μέσων εκφράσεως
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στόμφος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στόμφος < στέμβω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στόμφος, -ου αρσενικό
- (κυριολεκτικά) το γεμάτο στόμα, έτσι ώστε τα μάγουλα να φαίνονται φουσκωμένα
- πομπώδης έκφραση που υποδηλώνει αλαζονεία ή τάση επίδειξης
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Λογγίνος, On the Sublime, Περὶ ὕψους, 32.7 @scaife.perseus
- ἐπὶ γὰρ τούτοις καὶ τὸν Πλάτωνα οὐχ ἥκιστα διασύρουσι, πολλάκις ὥσπερ ὑπὸ βακχείας τινὸς τῶν λόγων εἰς ἀκράτους καὶ ἀπηνεῖς μεταφορὰς καὶ εἰς ἀλληγορικὸν στόμφον ἐκφερόμενον.
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Λογγίνος, On the Sublime, Περὶ ὕψους, 3.1 @scaife.perseus
- ὅπου δ ἐν τραγῳδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει καὶ ἐπιδεχομένῳ στόμφον,
- ※ 3ος αιώνας κε ⌘ Λογγίνος, On the Sublime, Περὶ ὕψους, 32.7 @scaife.perseus
- κομπασμός, μεγαλοστομία, καυχησιολογία, αλαζονεία
- επίπληξη, χλευασμός, κακολογία, λοιδορία
- (ως επίθ. για ανθρώπους) με γεμάτο στόμα, καυχησιάρης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- στόμφος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στόμφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)