ταΐνο
(Ανακατεύθυνση από τάινο)
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταΐνο άκλιτο
- (στον πληθυντικό) ιθαγενείς λαοί της Καραϊβικής
- (στον ενικό) που ανήκε στους λαούς ταΐνο
- (γλώσσα) νεκρή γλώσσα που μιλιόταν στην Καραϊβική πριν από την αντικατάστασή της από τα ισπανικά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Taíno language στην αγγλική Βικιπαίδεια
δείτε επίσης
- γλώσσα αϊτινά - ht