âgé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- âgé < âge
Προφορά[επεξεργασία]
- /a.ʒe/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | âgé | âgés |
θηλυκό | âgée | âgées |
âgé (fr) αρσενικό
- ηλικιωμένος
- αυτός που έχει μια ορισμένη ηλικία
- âgé de quarante ans
- le plus âgé
- le moins âgé