âgé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: age, âge

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

  • /a.ʒe/

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό âgé âgés
θηλυκό âgée âgées

âgé (fr) αρσενικό

  1. ηλικιωμένος
    les personnes âgées
    οι ηλικιωμένοι
     συνώνυμα: vieux
  2. αυτός που έχει μια ορισμένη ηλικία
    âgé de quarante ans
    σαραντάρης
    le plus âgé
    ο μεγαλύτερος (σε ηλικία)
     συνώνυμα: aîné
    le moins âgé
    ο μικρότερος (νεότερος)
     συνώνυμα: cadet

Αντώνυμα[επεξεργασία]