çorap

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

çorap < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική چوراب (çorâb, κάλτσα) < περσική جوراب (jôrâb) < αραμαϊκή גרבא (gərābā, θήκη)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡ʃɔˈɾɑp/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

çorap (tr)

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. çorap - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν