ébénisterie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ébénisterie < ébéniste

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.be.nis.tə.ʁi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
ébénisterie ébénisteries

ébénisterie (fr) αρσενικό ή θηλυκό