éborgnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- éborgnement < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.bɔʁ.ɲə.mɑ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
éborgnement | éborgnements |
éborgnement (fr) αρσενικό
- η τύφλωση (η πράξη και το αποτέλεσμα)