ébullition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ébullition < δημώδης λατινική ebullitio
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.by.li.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ébullition | ébullitions |
ébullition (fr) θηλυκό
- ο βρασμός, o αναβρασμός, η ζέση
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη boule