écaille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écaille | écailles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
écaille (fr) θηλυκό
- το λέπι
Δείτε επίσης : écaillé |
ενικός | πληθυντικός |
écaille | écailles |
écaille (fr) θηλυκό