écarter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écarter < δημώδης λατινική exquartare < quartus
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
écarter (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écarter < carte
Ρήμα[επεξεργασία]
écarter (fr)
- (σε χαρτοπαίγνιο) ρίχνω μερικά χαρτιά για να τα συμπληρώσω την επόμενη φορά