échalote

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
échalote échalotes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

échalote (fr) θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]