échantillon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
échantillon | échantillons |
échantillon (fr) αρσενικό
- το δείγμα
ενικός | πληθυντικός |
échantillon | échantillons |
échantillon (fr) αρσενικό