écho
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écho | échos |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écho < λατινική echo < αρχαία ελληνική ἠχώ, ο αντίλαλος
- écho < échographie
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
écho (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
écho (fr) θηλυκό
- (οικείο) το ηχογράφημα
- → δείτε τη λέξη échographie