éclaté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- éclaté < éclater
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
éclaté | éclatés |
éclaté (fr) αρσενικό
- γραφική απεικόνιση ενός αντικειμένου που δείχνει ξεχωριστά τα διάφορα εξαρτήματά του