écorcheur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écorcheur < écorcher
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écorcheur | écorcheurs |
écorcheur (fr) αρσενικό
- αυτός που γδέρνει τα ζώα στο σφαγείο
- (μεταφορικά) ο κλέφτης