écorner
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
écorner (fr) (μεταβατικό)
- αφαιρώ τα κέρατα
- χαλάω / τσαλακώνω τις γωνίες ενός πράγματος
- les pages de son livre sont écornées - οι σελίδες του βιβλίου του είναι τσαλακωμένες
- (αργκό) υποχρεώνω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη forcer