écoulement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écoulement | écoulements |
écoulement (fr) αρσενικό
- η ροή
- η κυκλοφορία
- η διάθεση (εμπορευμάτων...)