écoumène
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écoumène < œcuménée < οικουμένη
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
écoumène (fr) αρσενικό
- → δείτε τη λέξη œkoumène