édition
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
édition | éditions |
édition (fr) θηλυκό
- η έκδοση
- édition limitée - περιορισμένη έκδοση