éducationnel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- éducationnel < éducation
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | éducationnel | éducationnels |
θηλυκό | éducationnelle | éducationnelles |
éducationnel (fr)
- εκπαιδευτικός, σχετικός με την εκπαίδευση ή την παιδεία