égaler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
égaler (fr)
- (παρωχημένο) εξισώνω, ομαλίζω
- ισούμαι, « κάνω »
- deux plus deux égale quatre - δύο και δύο κάνει τέσσερα