égalisateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | égalisateur | égalisateurs |
θηλυκό | égalisatrice | égalisatrices |
Επίθετο[επεξεργασία]
égalisateur (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη égaler