élémentaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- élémentaire < λατινική elementarius
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
élémentaire | élémentaires |
élémentaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό