éléphanteau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- éléphanteau < éléphant
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
éléphanteau (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το ελεφαντάκι
éléphanteau (fr) αρσενικό