électivité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
électivité | électivités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
électivité (fr) θηλυκό
- η εκλεξιμότητα (ενός δικαστή)
ενικός | πληθυντικός |
électivité | électivités |
électivité (fr) θηλυκό