élimination
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
élimination | éliminations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
élimination (fr) θηλυκό
- η έκκριση
- η αφαίρεση, η εξάλειψη
- (μεταφορικά) ο αποκλεισμός
- (μεταφορικά) η θανάτωση