émérite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
émérite | émérites |
Επίθετο[επεξεργασία]
émérite (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
émérite | émérites |
émérite (fr) αρσενικό ή θηλυκό