émarger

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.maʁ.ʒe/

Ρήμα[επεξεργασία]

émarger (fr)

  1. υπογράφω στο περιθώριο ενός συμβολαίου, κλπ.
  2. (συνηθισμένο) πληρώνομαι για τη δουλειά μου, παίρνω το μισθό μου
  3. αποκόπτω το περιθώριο (ή ένα μέρος του) ενός βιβλίου, φύλλου, κ.α.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]