émetteur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- émetteur < émettre
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | émetteur | émetteurs |
θηλυκό | émettrice | émettrices |
émetteur (fr)
- που εκπέμπει
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
émetteur | émetteurs |
émetteur (fr) αρσενικό
- ο πομπός