épicéa
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épicéa | épicéas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
épicéa (fr) αρσενικό
- (φυτό) η ερυθρελάτη
ενικός | πληθυντικός |
épicéa | épicéas |
épicéa (fr) αρσενικό