épigrammatique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.pi.ɡʁa.ma.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épigrammatique | épigrammatiques |
épigrammatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό