épigramme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épigramme | épigrammes |
épigramme (fr) θηλυκό
- το επίγραμμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
épigramme | épigrammes |
épigramme (fr) αρσενικό
- épigrammes d'agneau - μικρές φέτες στήθους αρνιού που τρώγονται τηγανητές ή στη σχάρα