épigramme

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

épigramme < λατινική epigramma

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.pi.ɡʁam/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
épigramme épigrammes

épigramme (fr) θηλυκό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
épigramme épigrammes

épigramme (fr) αρσενικό

  • épigrammes d'agneau - μικρές φέτες στήθους αρνιού που τρώγονται τηγανητές ή στη σχάρα

Συγγενικά[επεξεργασία]