équerre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
équerre | équerres |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
équerre (fr) θηλυκό
- ο γνώμονας
ενικός | πληθυντικός |
équerre | équerres |
équerre (fr) θηλυκό