équilibriste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
équilibriste | équilibristes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
équilibriste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
équilibriste | équilibristes |
équilibriste (fr) αρσενικό ή θηλυκό