équipement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
équipement | équipements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
équipement (fr) αρσενικό
- ο εξοπλισμός, η αρματωσιά
ενικός | πληθυντικός |
équipement | équipements |
équipement (fr) αρσενικό