équitable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
équitable équitables

Επίθετο[επεξεργασία]

équitable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. δίκαιος, αμερόληπτος
    partage équitable - δίκαιη μοιρασιά