établi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
établi | établis |
établi (fr) αρσενικό
- πάγκος μάστορα, πάγκος για μαστορέματα
Επίθετο[επεξεργασία]
établi (en)