étal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
étal | étals |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
étal (fr) αρσενικό
- το εκθετήριο πλανόδιων μικροπωλητών, ο πάγκος
- ο πάγκος ενός κρεοπώλη
- (κατ’ επέκταση) η παραγωγή κρέατος