étamine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
étamine | étamines |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
étamine (fr) θηλυκό
- ο στήμονας
ενικός | πληθυντικός |
étamine | étamines |
étamine (fr) θηλυκό