étendu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | étendu | étendus |
θηλυκό | étendue | étendues |
Επίθετο[επεξεργασία]
étendu (fr)
- εκτεταμένος
- pouvoir étendu - εκτεταμένη εξουσία
- κρεμασμένος
- le linge étendu - τα κρεμασμένα (για να στεγνώσουν) ρούχα
- απλωμένος, ξαπλωμένος
- il s'est étendu' par terre - ξαπλώθηκε κάτω (στο έδαφος)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη étendre