éveillé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
éveillé (fr)
Επίθετο[επεξεργασία]
éveillé (fr)
Cet enfant est très éveillé : αυτό το παιδί είναι πολύ ξύπνιο.