éventer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
éventer (fr)
- ανεμίζω, δροσίζω, « κάνω αέρα »
- βγάζω κάτι κλειστό στον αέρα
- (μεταφορικά) αποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω