ĉapelo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉapelo | ĉapeloj |
αιτιατική | ĉapelon | ĉapelojn |
ĉapelo (eo)
- το καπέλο