ĉarpenti

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ĉarpenti < ĉarpent + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα ĉarpenti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ĉarpentas ĉarpentanta ĉarpentata
αόριστος ĉarpentis ĉarpentinta ĉarpentita
μέλλοντας ĉarpentos ĉarpentonta ĉarpentota
υποθετική ĉarpentus - -
προστακτική ĉarpentu - -

ĉarpenti (eo)