ĉeesto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉeesto | ĉeestoj |
αιτιατική | ĉeeston | ĉeestojn |
ĉeesto (eo)
- η παρουσία