ĉefministro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ĉefministro < ĉef(o) + ministro

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ĉefministro ĉefministroj
αιτιατική ĉefministron ĉefministrojn

ĉefministro (eo)

la ĉefministro anoncis sian rezignon
ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την παραίτησή του