ĉesigi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
ρήμα ĉesigi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | ĉesigas | ĉesiganta | ĉesigata |
αόριστος | ĉesigis | ĉesiginta | ĉesigita |
μέλλοντας | ĉesigos | ĉesigonta | ĉesigota |
υποθετική | ĉesigus | - | - |
προστακτική | ĉesigu | - | - |
ĉesigi (eo)