ĉevalidino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉevalidino | ĉevalidinoj |
αιτιατική | ĉevalidinon | ĉevalidinojn |
ĉevalidino (eo)