ĉirkaŭi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡ʃiɾˈkaw.i/
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα ĉirkaŭi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | ĉirkaŭas | ĉirkaŭanta | ĉirkaŭata |
αόριστος | ĉirkaŭis | ĉirkaŭinta | ĉirkaŭita |
μέλλοντας | ĉirkaŭos | ĉirkaŭonta | ĉirkaŭota |
υποθετική | ĉirkaŭus | - | - |
προστακτική | ĉirkaŭu | - | - |
ĉirkaŭi (eo)
- La vilaĝo estas ĉirkaŭata de altaj montoj.
- Το χωριό περιστοιχίζεται από ψηλά βουνά.